εποποιικος

εποποιικος
    ἐποποιϊκός
    ἐπο-ποιϊκός
    3
    эпический
    

(σύστημα Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "εποποιικος" в других словарях:

  • εποποιικός — ἐποποιικός, ή, όν (Α) [εποποιία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εποποιία …   Dictionary of Greek

  • ἐποποιικόν — ἐποποιικός of epic poetry masc acc sg ἐποποιικός of epic poetry neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐποποιική — ἐποποιικός of epic poetry fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»